- αφλεγής
- ης, ες, άφλεκτ||ος, η , ο [ος , ον ] невоспламеняющийся; несгораемый;
αφλεγήςα υλικά — невоспламеняющиеся материалы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αφλεγήςα υλικά — невоспламеняющиеся материалы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αφλεγής — ἀφλεγής, ές (Α) αυτός που δεν φλέγεται … Dictionary of Greek
ἀφλεγές — ἀφλεγής not burnt masc/fem voc sg ἀφλεγής not burnt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφλεγέας — ἀφλεγής not burnt masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφλεγέες — ἀφλεγής not burnt masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφλεγέος — ἀφλεγής not burnt masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)